επαμφότερος

επαμφότερος
ἐπαμφότερος, -ον (Α)
αμφίβολος, αυτός που επιδέχεται διπλή ερμηνεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμφότερος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπαμφοτέρως — ἐπαμφότερος ambiguous adverbial ἐπαμφότερος ambiguous masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαμφότερον — ἐπαμφότερος ambiguous masc/fem acc sg ἐπαμφότερος ambiguous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαμφότερα — ἐπαμφότερος ambiguous neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαμφοτερίζω — (Α ἐπαμφοτερίζω) [επαμφότερος] 1. κλίνω άλλοτε προς τον ένα κι άλλοτε προς τον άλλο, είμαι διπλοπρόσωπος («ἔμελλε τὸν Τισσαφέρνη ἀποφαίνειν... ἐπαμφοτερίζοντα», Θουκ.) 2. είμαι αμφίβολος, εκλαμβάνομαι με δύο τρόπους, δέχομαι διπλή ερμηνεία αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”